- εκτραπεζος
- ἐκτράπεζοςἐκ-τράπεζος2изгнанный со стола, т.е. не употребляемый в пищу
(ὄψον Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄψον Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκτράπεζος — ἐκτράπεζος, ον (Α) αποδιωγμένος ή αποκλεισμένος από το τραπέζι … Dictionary of Greek
ἐκτράπεζον — ἐκτράπεζος banished from the table masc/fem acc sg ἐκτράπεζος banished from the table neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek